ανθρακικό νάτριο

ανθρακικό νάτριο
Η σόδα (βλ. λ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νάτριο — το χημικό στοιχείο: Ανθρακικό νάτριο (σόδα). – Βορικό νάτριο (βόρακας). – Xλωριούχο νάτριο (μαγειρικό αλάτι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νάτριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Na. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 11 και ένα σταθερό ισότοπο. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, ποτέ όμως σε ελεύθερη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • σόδα — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται συνήθως δύο ενώσεις του νάτριου: το ανθρακικό νάτριο (Na2CO3) και το υδροξείδιο του νάτριου (NaOH), που λέγεται επίσης καυστική σόδα. Το ανθρακικό νάτριο βρίσκεται στη φύση, σε μερικά μεταλλεύματα, με τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • μαγνήσιο — Δισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, έχει ατομικό αριθμό 12, ατομική μάζα 24,312, τρία σταθερά ισότοπα με μαζικό αριθμό 24, 25, 26 και δύο… …   Dictionary of Greek

  • ανθρακικά — Άλατα του ανθρακικού οξέος, στα οποία και τα δύο άτομα του υδρογόνου έχουν αντικατασταθεί από μέταλλο. Στη φύση βρίσκονται ως ορυκτά και αποτελούν κάποτε σημαντικά στρώματα. Μπορούν να παρασκευαστούν με διάφορους τρόπους· ένας τρόπος παρασκευής… …   Dictionary of Greek

  • δισανθρακικά — Άλατα του ανθρακικού οξέος, στα οποία μόνο ένα άτομο υδρογόνου έχει αντικατασταθεί από ένα σθένος ενός μετάλλου. Είναι άλατα που εμφανίζουν αστάθεια στη θερμότητα· όταν θερμανθούν μετατρέπονται σε ανθρακικά. Το δισανθρακικό νάτριο (όξινο… …   Dictionary of Greek

  • πετιμεζόχωμα — το, Ν λευκό χώμα που περιέχει ανθρακικό νάτριο και που χρησιμοποιείται κατά την παρασκευή τού πετιμεζιού για την εξουδετέρωση τών οξέων τού γλεύκους, τού μούστου …   Dictionary of Greek

  • αντιασφυξιογόνα προσωπίδα — Ατομική συσκευή που προστατεύει τις αναπνευστικές οδούς, το δέρμα του προσώπου και τα μάτια από την επιβλαβή δράση τοξικών ουσιών που περιέχονται στην ατμόσφαιρα. Η παρουσία των ουσιών αυτών μπορεί να οφείλεται σε βιομηχανικές επεξεργασίες, σε… …   Dictionary of Greek

  • καγκρινίτης — Ορυκτό αργιλοπυριτικό άλας που περιέχει ανθρακικό νάτριο και ασβέστιο και ανήκει στην ομάδα του νεφελίνη. Ο χημικός του τύπος είναι (Na2Ca4)CO3(H2O)0 3 (AlSiO4)6. Κρυσταλλώνεται στο εξαγωvικό σύστημα σχηματίζοντας φυλλώδη συσσωματώματα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”